- μετενδιδύσκω
- μετενδιδύσκω (Μ)1. αλλάζω στολή, ντύνω κάποιον με άλλο ένδυμα2. (το μέσ.) μετενδιδύσκομαιμτφ. αλλάζω κάτι, αποβάλλω κάτι («τὴν κατήφειαν μετενδιδυσκόμενοι εὐφροσύνης ἀγαλλιάματι», Θεόδ. Στουδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἐνδιδύσκω «ντύνω»].
Dictionary of Greek. 2013.